- σειόμενος
- σείωshakefut part mid masc nom sg (epic)σείωshakepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σειόμενος — η, ο, Ν βλ. σείω … Dictionary of Greek
αείσειστος — η, ο και ος, ο ο διαρκώς σειόμενος, μετακινούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σείω η λ. πλάστηκε από τον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek